διάδημα

διάδημα
διάδημα, ατος, τό (since X., Cyr. 8, 3, 13; Alex. Ep. XIII, 27; XIV, 4; Epict. 1, 24, 17; 4, 8, 30; OGI 248, 17; 383, 103; O. Bodl 262, 1 B.C.; pap; LXX; TestSol D 7:4; Test12Patr; JosAs; ApcSol) fr. διαδεῖν to bind around: ‘band, fillet’, Eng. loanw. ‘diadem’: properly the sign of royalty among the Persians, a blue band trimmed with white, on the tiara, hence a symbol of royalty gener.: royal headband, crown (Diod S 4, 4, 4; Lucian, Pisc. 35 βασιλείας γνώρισμα; Ezk. Trag. 71 [in Eus., PE 9, 29, 5]; Philo, Fuga 111; Jos., Bell. 1, 70, Ant. 12, 389; TestJud 12:4) Rv 12:3; 13:1; 19:12 (divinities w. diadems: PGM 4:521, 675, 2840). Pol 1:1. Kl. Pauly I 1504f.—DELG s.v. δέω 1. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διάδημα — band neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάδημα — Ταινία ή στεφάνι από χρυσό ή άλλο υλικό που τη φορούσαν στο κεφάλι ως κόσμημα ή σύμβολο εξουσίας από την αρχαιότητα. Η προέλευση του δ. είναι αβέβαιη, αλλά είναι γνωστό πως το χρησιμοποίησαν ευρύτατα οι αρχαίοι Έλληνες, προσδίδοντάς του πολιτική… …   Dictionary of Greek

  • διάδημ' — διάδημα , διάδημα band neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδημάτων — διάδημα band neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδήμασι — διάδημα band neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδήμασιν — διάδημα band neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδήματα — διάδημα band neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδήματι — διάδημα band neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδήματος — διάδημα band neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέμμα — Καθετί που χρησιμοποιείται για στεφάνωμα, και κυρίως το διάδημα (ταινία που περιδένει τα μαλλιά ή η κορόνα) του κεφαλιού ως σύμβολο της βασιλικής εξουσίας. Γενικότερα είναι και η ίδια η βασιλική εξουσία, ο βασιλιάς και η απεικόνιση του στις… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”